Γραμμένο Ξηρολίβαδο, ζωγραφισμένο, γραφικό τοπίο με μοναδικό ανάγλυφο, τόσο του ίδιου του χωριού όσο και του φυσικού-του περιβάλλοντος.
Χτισμένο στη νότια πλαγιά του υψώματος, και κάτω από τη σκέπη του προστάτη του Προφήτη Ηλία, μοιάζει με μονοκοντυλιά. Κορνίζα έχει τα γύρω βουνά, που, άλλα καταπράσινα κι άλλα πετρωτά, περιζώνουν την πάντεα/ πεδιάδα, μοναδικό οροπέδιο στα 1.100 μ. υψόμετρο, όπου η Μπάρα φαντάζει με την πανσέληνο μαγικός καθρέφτης.
‘Τα τοπωνύμια έχουν χαρακτηριστεί ως επιγραφές σκαλισμένες πάνω στο έδαφος’
Τα τοπωνύμια γενικά δεν είναι τυχαίες, συμβατικές ονομασίες. Πολλά από αυτά περιγράφουν τον τόπο, όπου αναφέρονται. Σε μερικές περιπτώσεις η τοποθεσία χαρακτηρίζεται από φυτά που ευδοκιμούν εκεί (βότανα, θάμνοι, δέντρα). Σε άλλες, πάλι, περιπτώσεις τα τοπωνύμια είναι σχετικά με ανθρώπινες δραστηριότητες: εκκλησίες, μαντριά, ασβεσταριά κ.τ.λ.. Ιστορικά, επίσης, γεγονότα που συνδέονται με πρόσωπα και συμβάντα, κυρίως σκοτωμοί, λημέρια κλεφτών κ.τ.ό. όλα αποτυπώνονται στα τοπωνύμια και τα καθιστούν δελτία ιστορικού αρχείου. Έτσι, για παράδειγμα, το ιστορικό καλντερίμι (λιθόστρωτο υπόλειμμα της Βασιλικής Οδού του Φιλίππου, λίγο πριν από την είσοδο του χωριού-μας) ανακαλεί στη μνήμη Μακεδόνες σαρισσοφόρους, Ρωμαίους λεγεωνάριους, Βυζαντινούς, Οθωμανούς, Ρωμιούς εμπόρους και κιρατζήδες, δένοντας διαχρονικά το σημερινό Ξηρολίβαδο με το παρελθόν-του.
Εκτός από τις παραπάνω κατηγορίες τοπωνυμίων, καθώς και άλλες που παραλείψαμε, έχουμε και τοπωνύμια με ανθρωπομορφικό χαρακτήρα.
Η τάση από όρους του ανθρωπίνου σώματος να σηματοδοτούνται γεωφραφικά σημεία είναι μεταφορική, καθώς η σημασιολογική τούτη μεταβολή βασίζεται στην ομοιότητα των δυο εννοιών, του ανθρωπίνου σώματος και του γεωγραφικού στοιχείου. Έτσι, ακούμε τις μεταφορικές χρήσεις: η ράχη του βουνού, οι πρό-ποδες του βουνού, το φρύδι του βουνού, ο αυχένας (σβέρκος) του βουνού, το μάτι (για πηγή), το κεφαλό-βρυσο κ.τ.λ.
Στον χώρο της βλάχικης-αρμάνικης θα αναφέρω λίγα μόνο παραδείγματα, και μάλιστα συγκεκριμένα: Λα Τσhόρλου ατσέλου Μσhάτου «Στο Όμορφο ποδάρι», που οι Σαρακατσάνοι το μεταφράζουν ως «Έμουρφου Πουδαρικό». Πρόκειται για τοποθεσία στα βόρεια του Ξηρολιβάδου, που από φυσική διαμόρφωση επιτρέπει το σχετικά άνετο βάδισμα σε μέρος ορεινό. Το βουνό Τζένα στ’ ανατολικά του Βόρα (Καϊματσαλάν) ανάγει την αρχή-του στο «φρύδι», που στα βλάχικα λέγεται τζεάνâ (πληθ. τζεάνι και τζένουρι «βουνά») και στα μογλενίτικα βλάχικα τζένα. Η λέξη τζεάνâ κατάγεται από το λατινικό γκένα «σαγόνι-μάγουλο, βλέφαρο». Το λατινικό γκένα μας έδωσε τον πρώιμο τύπο γκιόνα «ύψωμα-ξάγναντο-διάσελο» στην Περίστα της Ναυπακτίας. Γκιόνα: βουνό στο Βέρμιο, περιοχή Σελίου, όρος Γκιόνα στη Δωρίδα της Ρούμελης. Για το λατινογενές μάγουλο και το βουνό Μâγούλâ, βλέπε το τοπωνυμικό Ξηρολιβάδου που ακολουθεί. Λα Νοάουλι Γκούρι «Στις Εννιά Πηγές» στην Γκουντουβάσδα/Καλομοίρα Καλαμπάκας, όπου την φâντάνâ «πηγή» των Ξηρολιβαδιωτών εκεί την λένε γκούρâ «στόμα» και μεταφορικά «πηγή», ως στόμα εννοείται της γης.
Οι παραπάνω μεταφορικές χρήσεις όρων από μέλη του ανθρωπίνου σώματος για να δηλώνονται γεωγραφικές έννοιες, δεν είναι παρά η άμεση ανθρωπομορφική προβολή από τα μέσα προς τα έξω ή αλλιώς από το κέντρο προς την περιφέρεια. Ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο με κέντρο τον εαυτό-του, το σώμα-του στην προκειμένη περίπτωση. Ετσι, τα «εμπρός» και «πίσω», τα «αριστερά» και «δεξιά» λέγονται και εννοούνται σε σχέση με το υποκείμενο, τον συγκεκριμένο κάθε φορά άνθρωπο.
Αν κάποτε η παρουσία ανθρώπων και κοπαδιών έδινε αίσθηση ζωής στην ορεινή ύπαιθρο, τα τοπωνύμια ήταν -και είναι- το γεωγραφικό-τους στίγμα. Τόπος και ώνυμα (το όνομα στα αιολικά) μας δίνουν τη λέξη τοπωνύμιο και το τοπωνύμιο καθιστούσε-και καθιστά- «επώνυμη» την παρουσία εκεί του οποιουδήποτε. Οταν το όνομα μιας τοποθεσίας ξεχαστεί, το μέρος αυτό γίνεται ανώνυμο, ακαθόριστο. Ανάγκη, λοιπόν, να καταγραφούν με τον άλφα ή βήτα τρόπο και είναι άξια επαίνου η προσπάθεια τούτη του Πολιτιστικού Ομίλου Ξηρολιβάδου να καταρτίσει το παρόν ημερολόγιο.
(Αντώνης Δ. Μπουσμπούκης, Ομότιμος Καθηγητής Γλωσσολογίας του ΑΠΘ)
Τα τοπωνύμια του Ξηρολιβάδου θα αναφερθούν σύμφωνα με το ανάγλυφο της περιοχής με τέτοια σειρά ώστε να γίνουν περισσότερο κατανοητά. Ο ευρύτερος χώρος του Ξηρολιβάδου μοιάζει με μία λεκάνη όπου στο κέντρο περίπου της λεκάνης αυτής βρίσκονται η Πάντια (το Τσαΐρι), η Μπάρα (η Λίμνη), τα Πεύκα και ο Λόφος του Προφήτη Ηλία στις πλαγιές του οποίου είναι κτισμένο το χωριό. Γύρω-γύρω από τα μέρη αυτά υψώνονται τα βουνά και βέβαια η λεκάνη αυτή είναι ανοιχτή και χαμηλώνει μονάχα προς το ανατολικό μέρος (προς την Βέροια).
Τα τοπωνύμια, που θα παρουσιάσουμε, ανήκουν μόνο στα σύνορα του Ξηρολιβάδου. Θα γίνεται αναφορά στα βλάχικα (όσα έχουν τέτοια ονομασία) με την απαραίτητη μετάφραση στα ελληνικά
Έτσι θα ξεκινήσουμε από το ανατολικό μέρος, θα προχωρήσουμε βόρεια, δυτικά και νότια ακολουθώντας την νοητή κυκλική γραμμή της λεκάνης, θα επιστρέψουμε στην αρχική μας θέση και μετά θα ανηφορίσουμε το κεντρικό μέρος της λεκάνης (δυτικά προς το χωριό και τα πεύκα).
Η συλλογή και η ονομασία τους έγινε με σεβασμό στον λαϊκό πολιτισμό και την παράδοση και αυτό φαίνεται από την επιλογή των πληροφοριοδοτών οι οποίοι είναι γνήσιοι και αυθεντικοί κάτοικοι του χωριού. Επιλέξαμε τα τοπωνύμια όπως τα έλεγαν παλιότερα οι κάτοικοι του χωριού, αποφεύγοντας σύγχρονες ονομασίες. Κύριοι επιτόπιοι πληροφοριοδότες μας, το 2009, ήταν ο Κώστας Τσιαμήτρος του Ηλία (Ψωμάς), 89 ετών, και ο Ηλίας Αράβας του Γιώργη, 56 ετών, ο οποίος είναι άριστος γνώστης της περιοχής. Οι εμπεριστατωμένες επεξηγήσεις και επιστημονικά τεκμηριωμένες ετυμολογίες λέξεων, που έγιναν, ανήκουν στον Αντώνη Δ. Μπουσμπούκη, ενώ η επιτόπια έρευνα όλων των τοπωνυμίων οφείλεται στο Γιάννη Κ. Τσιαμήτρο.
Σημείωση: Όσον αφορά στην προφορά των βλάχικων λέξεων προτιμήσαμε να τις γράψουμε με ελληνικά γράμματα και όχι λατινικά έτσι ώστε να μπορούν να τις διαβάζουν όλοι. Παρόλα αυτά, χρησιμοποιήσαμε τα σύμβολα: â , ă (κλειστό και ημίκλειστο άφωνο φωνήεν) και σh (παχύ σίγμα-ουρανικό).
-Κουτούπα:
Η θέση περιλαμβάνει καλλιεργήσιμη έκταση που κάποτε ανήκε στο Ξηρολίβαδο και σήμερα λόγω μακρόχρονης χρησικτησίας περιήλθε στην κυριότητα της σαμαρινιώτικης οικογένειας Σπανού, ιδιοκτητών του Βρωμοπήγαδου (ο Κουτούπας πρέπει να ήταν Ξηρολιβαδιώτης, συγγενής της οικογένειας Γκόσκινου και δεν γνωρίζουμε πώς συνδέθηκε το όνομά-του με τη θέση αυτή).
– Βουλοάγκα ατσεά Μάρι ή Πουλιάνα ατσεά Μάρι «ο Μεγάλος Γούπατος» και Βουλοάγκα ατσεά Νίκα «ο Μικρός Γούπατος»:
Στο Ξηρολίβαδο με τη λέξη βουλοάγκâ, εννοούν έναν γούπατο, κοίλωμα γης, όπου όταν είναι μεγάλο ονομάζεται Βουλοάγκα ατσεά Μάρι και όταν είναι μικρό το βαθούλωμα λέγεται Βουλοάγκα ατσεά Νίκα.
Κι ενώ το βουλοάγκα ανάγεται στο σλάβικο βολόγκα, συνώνυμο-του είναι στα βλάχικα και η λέξη βυθός (Λα Βιθό, όπως θα δούμε). Σε άλλα ιδιώματα της βλάχικης εννοούν με τη λέξη βουλοάγκα το «ξέφωτο». Στο Ξηρολίβαδο οι θέσεις αυτές δεν περιβάλλονται από δασικά δέντρα, δεν είναι ξέφωτα.
Συνώνυμη λέξη στα βλάχικα του Ξηρολιβάδου είναι η Πουλιάνα: Πουλιάνα ατσεά Μάρι/Νίκα. Η λέξη πουλιάνα στα βλάχικα ιδιώματα σημαίνει «τόπος ανοιχτός» δηλ. «ίσιωμα, πλάτωμα», ενώ στο Ξηρολίβαδο προσλαμβάνει τη σημασία «τόπος περίκλειστος από το ανάχωμα του βαθουλώματος».
– Κâσhάρεα ντι κăπρι «Στη Στάνη των Γιδιών»:
Kâσhάρι είναι γενικά το μαντρί, που στα βλάχικα, εφόσον είναι γιδομάντρι, ονομάζεται κâπριλεάτζεâ, όταν όμως στην κâπριλεάτζâ τυροκομούσαν, γίνονταν «τυροκομείο», δηλ. κασερία/κâσhάρι από το λατινικό κασεαρία «τυροκομείο». Ο τυροκόμος /κασhάρου/ από το λατινικό κασεάριους. Η λέξη κâσhάρι έχει στενή σχέση με την εικόνα του παλιού Ξηρολιβάδου, καθώς το τραγούδι «Ξηρουλίβαδ χοάρâ μσhάτâ» την προβάλλει «κου κασhέρ΄ αμβâρλιγκάτâ =με κασερίες τυλιγμένο».
– Λα Φάγκλου «στην Οξυά»:
Η λέξη φάγκου «οξυά»προέρχεται από το λατινικό φάγκους «οξυά». Ομόρριζη λέξη στα ελληνικά είναι η φηγός και στα δωρικά φαγός, που σημαίνει όμως «βελανιδιά». Η οξυά είναι δέντρο των σκιερών μερών. Έχει αούμπρâ «σκιά» δροσερή και φυτρώνει σε πυκνές συστάδες για να μην την ταλαιπωρεί η ζέστη του ήλιου. Όταν, όμως, φυτρώνει μόνη-της προσλαμβάνει στα ελληνικά την περιγραφική ονομασία μουναχουουξυά, ενώ στα βλάχικα -εφόσον έχει περίγραμμα- λέγεται φάγκου γρâπσίτου ή φάγκου σκρίπτου και στα ελληνικά γραμμένη (δηλ. ζωγραφισμένη) οξυά.
Γράφοντας για το φάγκου έρχονται στο νού-μου οι στίχοι του πονεμένου Ιταλού ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι, που για τον ξεριζωμό-του από τον γενέθλιο τόπο έγραψε:
Νταλ φάτζιο, ντόβε ίο νάκουι
Μι σεπαρό ιλ βέντο
«Από την οξυά όπου εγώ γεννήθηκα
με απομάκρυνε ο αγέρας»
– Πνάκια
– Στα Σφιντάνια
– Πάντεα ατσεά Μσhάτα «Το Όμορφο Λιβάδι»:
Η λέξη πάντεα «πεδιάδα» προέρχεται από το παλαιοσλάβικο πάντι. Το επίθετο μσhάτου-μσhάτâ «ωραίος-α» από άλλους βλάχους προφέρεται ως μουσhάτου και ανάγεται -πολύ πιθανόν- στον αρχικό τύπο (φρου)μουσhεάτου.
– Λα Πύργου «Στον Πύργο»
– Στου Μπαμπανίκα
– Λα Μαγιρίουρι «Στα Μαγειρεία»
– Αρίνα άλου ή αλ Ζέρβâ «Στον Άμμο του Ζέρβα»:
Η λέξη αρίνα «άμμος» προέρχεται από το λατινικό αρένα «άμμος». Η αρένα «παλαίστρα, αμφιθέατρο» προέκυψε μετωνυμικά, καθώς η πάλη μεταξύ ανθρώπων ή ανθρώπων και θηρίων γινόταν σε χώρους στρωμένους με άμμο.
– Λα Βιθόλου ή Λα Βιθό «Στον Βυθό»:
Το λα «στο/στη» προέκυψε από το τοπικό επίρρημα της λατινικής ίλλακ «εκεί». Πρόκειται για βαθούλωμα με πεύκα, ένα τοπίο γοητευτικό με την ηρεμία και τη γραφικότητα του περιβάλλοντος.
– Λα Ζιώγâ «στου Ζιώγα» (σκοτώθηκε κάποιος κλέφτης γύρω στο 1930)
– Λα Τσhιρεάπ «Στους Φούρνους»:
Πιθανόν να προήλθε από τα εκεί καμίνια για ξυλοκάρβουνα. Η λέξη τσhιρεάπου «φούρνος», στον πληθυντικό τσhιρεάπουρι, ανάγεται στο παλαιοσλαβικό τσhρέπου «κεφάλι» οπότε η σημασία που προσέλαβε στα βλάχικα είναι καθαρή μεταφορά, καθόσον ο αυτοσχέδιος σπιτικός φούρνος είχε σχήμα κεφαλιού, ήταν τρουλωτός.
– Του Σουκάκι «Στο Σοκάκι»:
Πρόκειται για εδαφολογικό στένωμα, πέρασμα στενό. Η λέξη σουκάκι ανάγεται στο τουρκικό σοκάκ «δρόμος».
– Του Μισοβούνι «Στο Μεσοβούνι»
– Στου Εμμανουηλίδη:
Υπάρχει ο τάφος του Εμμανουηλίδη που σκοτώθηκε εκεί στην Κατοχή.
– Καράντερε «Μαύρος Λάκκος»
– Λα Πλοτσh «Στις Πλάκες»:
Η λέξη πλοάτσhι «πλάκα» προέρχεται από το βουλγάρικο πλότσha «βράχος», σχιστόλιθος/πλάκα», στ’αλβανικά πλότσhε.
– Στα Ρούδια:
Δεν γνωρίζουμε αν το τοπωνύμιο καθιερώθηκε από ελληνόφωνους ή βλαχόφωνους. Η λέξη ρούδι στα βλάχικα δεν υπάρχει, ούτε στα νεοελληνικά ιδιώματα. Πάντως στα σλάβικα η λέξη ρούντα σημαίνει «πάσσαλο» όσο και «ορυκτό». Επομένως θα μπορούσε να σημαίνει «Στα Παλούκια» ή «Στα Μεταλλεύματα».
– Λα Μπαρίκâ «Στη Μικρή Μπάρα»:
Η λέξη μπάρα σημαίνει «λίμνη», ο τύπος Μπâρίκâ είναι υποκοριστικός. Έτσι, η λέξη φεάτα «κορίτσι», ως υποκοριστικό, εκφέρεται με τον τύπο φιτικâ «κοριτσάκι’, φιτσhόρου «παιδί»- φιτσhουρίκου-«παιδάκι»κτλ. Η λέξη ανάγεται στο βουλγαρικό μπάρα.
– Λα Κριβăτς γκιός ντι λα Μπαρίκâ «Στα Κρεβάτια κάτω από τη Μικρή Μπάρα»
– Στου Καρανίκα
– Λα Kâλίβιλι αλ Μάστουρλορ «Στα Καλύβια των Μαστόρων»
– Λα Λιφτόκαρ΄ «Στις Φουντουκιές»:
Μόλις κάτω από τη γυμνή κορυφή του Ξηροβουνιού αλλά σε δασωμένο σημείο υπάρχουν αυτοφυείς λεφτοκαρυές . Οι παλιοί το εξηγούσαν ότι την ανάπτυξή-τους. ευνοεί υπόγεια φλέβα νερού, καθώς είναι φυτό που απαιτεί υγρό σχετικά περιβάλλον. Η λέξη λεφτοκαρυά προέκυψε από τα: λεπτόν κάρυον δηλ. μικρό καρύδι.
– Ξηροβούνι (η ψηλότερη κορυφή της περιοχής-1804 μέτρα). Υπάρχει και στο Περιβόλι Γρεβενών.
– Μακραράχη «Μακριά Ράχη»: Αρχίζει από την κορυφή του Ξηροβουνίου.
– Γκαβάνα:
Βαθειά κι εκτεταμένη χαράδρα, στα βόρεια του Ξηρολιβάδου. Η ονομασία-της οφείλεται στο σκιερό, το ανήλιο της τοποθεσίας. Η λέξη γκαβός ανάγεται στο βλάχικο γκάβου «τυφλός». Σε σύνθετη μορφή απαντά ως κούνγκαβου, επίθετο για «μικρό σκληρό καρύδι», θυμίζοντας-μας το ιταλικό κονκάβο «κοίλος, βαθουλός». Η λέξη γκάβου είναι ηχηροποιημένος τύπος του λατινικό κάβους «κοίλος, σκαμμένος, άδειος».
– Λα Γκâμπτζhέου «Στον Κράταιγο/Πυράκανθο»:
Την τοποθεσία σημάδεψε η παρουσία του αγκαθωτού θαμνόδεντρου, που επιστημονικά μοιάζει με τον πυράκανθο κι ονομάζεται κράταιγος. Ο θάμνος γκâμπτζhέου εντοπίζεται σε πολλά σημεία του Ξηρολιβάδου.
– Λα Kιάτρα ατσεά Αρόσhα (Κόκκινη Πέτρα)
– Λα Tσhόρλου ατsέλου Μσhάτου ή Μσhάτλου «Στο όμορφο Ποδάρι»:
Οι Σαρακατσαναίοι το λένε «Στο Έμορφο Ποδαρικό». Η λέξη τσhόρου «πόδι» στην περίπτωση του τοπωνυμίου σημαίνει εκτεταμένη εδαφική συνέχεια/ακολουθία που, αν και σε ράχη ή πλαγιά, είναι εύκολη η διαδρομή-της. Με άλλα λόγια τόπος βατός. Η λέξη τσhιόρου και στα αρβανιτοβλάχικα τσhιτσhόρου ή κιτσhόρου, ανάγεται στο λατινικό πετίολους «μικρό πόδι».
– Λα Μπουρντέν΄ «Στους Ασφόδελους»:
Η τοποθεσία διαμορφώνεται σε αυχένα, διάσελο. Ωστόσο η ονομασία-τους οφείλεται στο φυτό μπουρντέν΄ «ασφόδελος». Το είδος ασφόδελου που συναντάμε στον οικιστικό χώρο του Ξηρολιβάδου είναι η ασφοδελίνη λούτεα «κίτρινο μπουρντένι/ασφόδελος». Η λέξη μπουρντένι απαντά στα νεοελληνικά ιδιώματα του Θεσσαλομακεδονικού χώρου και είναι βλάχικη. Είναι άγνωστης προέλευσης, φαίνεται ωστόσο να σχετίζεται με το λατινικό μπούρντο-μπουρνόνις «μουλάρι», που κατέληξε να δηλώνει τον «ασφόδελο» με βάση τους βολβούς, καθώς πολλά φουσκωμένα, εξογκωμένα πράγματα, όπως μπούρδα « «μεγάλο τσουβάλι, χαράλι», «το μεγάλο ψέμα, η φούσκα» κτλ ανάγουν μεταφορικά την εικόνα-τους στο καλοθρεμμένο μουλάρι. Στα βλάχικα το έντομο κολοκυθοκόφτης έχει δυο συνώνυμα: γκουτζhου-φοάρτικâ και μπουρντου-φοάρτικâ, όπου τόσο το γκουτζhoυ- όσο και το μπουρντου- σημειώνουν το εξογκωμένο σημείο του φυτού όπου το έντομο αυτό τα ψαλιδίζει.
– Στα Σμιξώματα:
Εκεί όπου αρχίζει ο λάκκος της Γκαβάνας και είναι ανάμεσα από το Στουρνάρι και τους πίσω πρόποδες του Ξηροβουνίου. Το τοπωνύμιο δηλώνει ότι στο σημείο εκείνο ανταμώνουν δυο εδαφολογικές διαμορφώσεις, αφού είναι στην αρχή από τον λάκκο της Γκαβάνας.
– Στα Κανάλια (εκεί βγάζει νερό):
Η λέξη κανάλι και κυρίως κάναλος σημαίνει σωλήνας που μαζεύει το νερό πηγής σε κάποια κατωφέρεια προκειμένου ο διαβάτης ή ο κτηνοτρόφος να μπορεί να το χρησιμοποιεί με περισσότερη ευχέρεια.
– Στους Σκοτωμένους και βλαχιστί Λα Βâτâμάσλjι.
Σκοτώθηκαν εκεί κάποιοι αγωγιάτες, δεν γνωρίζουμε γιατί.
– Λα Σhόπουτλου «Στη Βρύση από τους Σκοτωμένους»
Η λέξη σhόπουτου ανάγεται στην παλαιοσλαβική σhίπουτου «μουρμούρισμα νερού». Στην Ήπειρο ακούγεται το τοπωνύμιο Στου Σhόπουτου, στην Αρκαδία έχουμε χωριό Σιποτός.
– Λα Σιλâτούρâ «Στο Διάσελο»:
Η θέση είναι διαμορφωμένη σε αυχένα, το αλλιώς διάσελο ή σέλωμα. Η μορφή παρόμοιων τοποθεσιών παραπέμπει στην εικόνα της σέλας του αλόγου.
– Στου Μπρούφα (ένα καραούλι που λημέριαζε ο καπετάν Μπρούφας)
– Κλούβιανη : βουνό με γυμνή κορυφή
– Φαρμακοχόρτι:
Έτσι το λένε οι Βλάχοι, ενώ οι Σαρακατσαναίοι το λένε Φαρμακόλακα.
– Τρία Γρέκια του Χατζηγώγου:
Η λέξη γρέκι ανάγεται στο λατινικό γκρεξ-γκρέκις «κοπάδι-αγέλη». Η χρήση-της ως «τόπος που κοιμούνται τα γιδοπρόβατα» είναι μετωνυμική, δηλ. το περιεχόμενο (η έννοια «κοπάδι») έδωσε την ονομασία-του στο περιέχον, δηλ. στον χώρο. Έτσι, στα ιταλικά η λέξη μάντρια και μάντρα «αγέλη, κοπάδι» προέκυψε από το ελληνικό μάνδρα «περίβολος».
– Δόξα:
Εκεί έχει δύο βρύσες: Λα Σhόπουτλου ντιν σους «Στην Eπάνω Bρύση» και λα Σhόπουτλου ντιν γκιός «Σην Kάτω Bρύση» που λέγεται Λα Τσαλούπα. Η λέξη ‘δόξα’ σημαίνει σε νεοελληνικά ιδιώματα «ουράνιο τόξο». Την ακριβή όμως καθιέρωση του τοπωνυμίου αυτού δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε.
– Λα Ουβρέϊ (εκεί σκοτώθηκαν Εβραίοι)
– Λα Φάγκλου ατσhέλ Γκάλμπινου «Στην Κίτρινη Οξυά»:
Στην πλαγιά της Δόξας υπήρχε οξυά με κίτρινα φύλλα, κίτρινα στην επάνω μεριά και κιτρινοπράσινα στην κάτω. Το χρώμα δεν ήταν ένδειξη/σύμπτωμα κάποιας ασθένειας αλλά προέρχονταν από την ύπαρξη κοιτάσματος βοξίτη ή χρωμίου στο υπέδαφος της οξυάς. Αυτό μαρτυρείται από πέτρεςς κίτρινες μικρές που βρίσκουμε στο γύρω χώρο. Την οξυά αυτή την έκοψαν βάνδαλοι υλοτόμοι, αφαιρώντας μια κίτρινη ψηφίδα στο απέραντο πράσινο της περιοχής. Άλλη μια περίπτωση όπου η Ελλάδα μας πληγώνει…Η λέξη γκάλμπινου ανάγεται στο λατινικό γκάλμπινους/κίτρινος. Τη συναντάμε και σε νεοελληνικά ιδιώματα.
– Λα Κριβăτς «Στα Κρεβάτια». Είναι κάτω από τους Ουβρέους.
– Λα Κόρνι «Στις Κρανιές»:
Η λέξη κόρνου «κέρατο» προέρχεται από το λατινικό κόρνου «κέρατο», ενώ η λέξη κόρνου «κρανιά»από το λατινικό κόρνους «κρανιά». Το φρούτο της κρανιάς, το κράνο, βλαχιστί λέγεται κοάρνâ.
– Λα Μâγούλâ «Στη Μαγούλα»:
Η λέξη μαγούλα σε νεοελληνικά ιδιώματα σημαίνει «λόφο, βουναλάκι», έχει μεταφορική σχέση με το μάγουλο, την παρειά. Ως τοπωνύμιο προέρχεται από τα βλάχικα και στα βλάχικα από το λατινικό μαγκούλομ. Να σημειωθεί ότι στα βλάχικα τα ουδέτερα τόσο της λατινικής όσο και της ελληνικής προσαρμόζονται στο θηλυκό γραμματικό γένος: κολόστρουμ «πρωτόγαλα» της λατινικής – κουλάστρα (θηλ.) στα βλάχικα , δώρο-δοάρâ , τούβλο-τούβλâ, βάθρο-βάτρâ «εστία τζακιού» κτλ.
– Στο Ζυγουροτόπι:
Τα ζυγούρια είναι αρνιά στην εφηβεία, μετά τους εννιά-δέκα μήνες. Είναι ευαίσθητα στην πολλή ζέστη του καλοκαιριού, γιαυτό οι κτηνοτρόφοι διαλέγουν μέρη κατάλληλα για τα ζυγούρια. Το ζυγουροτόπι πρέπει να είναι μέρος ευάερο και να μην το πιάνει πολύ ο ήλιος. Έτσι, από Σαμαριναία ακούσα να λέει: «Ικεί είνι ζυγουροτόπ’. Του καλύτιρου για του καλουκαίρι».
– Ιμπιλί «Στα Σαρακατσανέϊκα καλύβια».
Οι Σαρακατσαναίοι το προφέρουν Ιμπιλί, ενώ Οι Ξηρολιβαδιώτες Αϊμπιλί.
– Στα Τσικούρια
– Μπούζντερε «Κρύος Λάκκος»
– Λα Νταρλαγιάννη «Στου Νταρλαγιάνη»
Εκεί σκοτώθηκε κάποιος ονόματι Νταρλαγιάννης. Δεν γνωρίζουμε γιατί.
– Λα Λâπούσhι «Στη Λαπούσhα»:
Λαπούσhα σε Νεοελληνικά ιδιώματα του Θεσσαλομακεδονικού χώρου και λâπούσhι στο Ξηρολίβαδο, είναι το φυτό Βερμπάσκουμ. Έχει φύλλα πλατιά, μεγάλα, αργυρόχρωμα και χνουδωτά. Ετσι, στην Κόνιτσα τα γίδια με αυτιά μεγάλα και χνουδωτά τα λένε λαπουσhένκα γίδια. Το φυτό ευδοκιμεί στο Ξηρολίβαδο. Ο ανθοφόρος βλαστός-του είναι ψηλός και γεμάτος με κίτρινα λουλούδια όλο το καλοκαίρι. Η λέξη λαπούσhα απαντά στα ρωσικά, τα πολωνικά, τα βουλγάρικα, τα ουγγρικά και τ’αλβανικά. Στο Ιστορικό Λεξικό την ανάγουν ως μεταφορά στη λέξη αλεπουσιά, γιατί μοιάζει με την φουντωτή ουρά της αλεπούς.
– Λα Κίνλου αλου Δισπότ «Στο Πεύκο του Δεσπότη»
Στους πρόποδες του Ανήλιου (Κιάρι) ο δέσποτας Πολύκαρπος, συχνός επισκέπτης προπολεμικά του Ξηρολιβάδου, καθότι Βλάχος, φύτεψε εις ανάμνησιν ένα πεύκο, από τότε ο τόπος πήρε την ονομασία «Στο πεύκο του Δεσπότη».
– Λα Κόρακλου «Στον Κόρακα»
– Μικρή Μαγούλα
– Λα Τσâρπâνλι «Στους Ζητιάνους»:
Ετυμολογείται, σύμφωνα με τον αείμνηστο Ηλία Τσαλέρα, από το τσερ «ζητώ-στα ρουμάνικα» και το πâνε «ψωμί». Κατά τα λεγόμενα του Ηλία, εκεί είχαν στήσει οι Ζητιάνοι τον καταυλισμό-τους.
– Λα Κουφάραν΄ «Στα Κουφάρια ή Κουφάλες;»:
Η θέση πίσω από το ύψωμα, όπου οι Σαρακατσάνοι έχουν τον καταυλισμό τους, πίσω από τη δεξαμενή ύδρευσης. Εκεί πρωτοεγκαταστάθηκε (1840) το τσελιγκάτο του Γιώργου Μπουσμπούκη, προκειμένου τα καλύβια να μην φαίνονται από τους Τούρκους που περνούσαν από την πεδιάδα για την Κοζάνη. Δεν ξέρουμε αν πρόκειται για κουφάρια (πτώματα) ή κουφάλες και βλαχιστί κουφάλι-κουφάρ΄ και ως τοπωνύμια Κουφάραν’ «Κουφάλες».
– Λα Τσίντζιλ΄ Πίργουρι΄ «Στους Πέντε Πύργους»
– Λα Κâσhάρεα αλ Γιαντσhούλη «Στο Μαντρί του Γιαντσούλη»
– Λα Κâσhάρεα αλ Χασhιότι «Στο Μαντρί του Χασιώτη»
– Λα Τσίντζιλ΄ Κιν΄ «Στα Πέντε Πεύκα»
– Λα Ξιλάλουγου «Στο Ξυλάλογο»:
Εκεί κείτονταν κορμός μεγάλου δέντρου, που τα κλαδιά-του ακουμπούσαν στη γη και το κρατούσαν πάνω από το έδαφος κι έδινε την εικόνα ξύλινου άλογου.
– Λα Κιλιπούρ΄
– Λα Κâσhάρεα αλ Τσhαμίτρου-Ψουμά (Στο μαντρί του Τσαμήτρου-Ψωμά )
– Λα Φούρκâ «Στην Φούρκα»:
Η λέξη φούρκα «ξύλο με διχαλωτή καμπύλη» κατάγεται από το λατινικό φούρκα.
– Λα Τέντζhιρι «Στον Τέντζερη»:
Η λέξη τέντζhιρι (ελληνικά τέντζερης) ανάγεται στο τούρκικο τεντζερέ «κατσαρόλα». Το τοπωνύμιο προέκυψε από την μεταφορική εικόνα που δημιουργεί το σχετικά μεγάλο βαθούλωμα μιας πέτρας.
– Αυλαγάς:
Μεγάλος περιφραγμένος με πέτρες χώρος για τα ζώα. Η λέξη πρέπει να προέρχεται από τα σαρακατσαναίικα και να σχετίζεται με την αυλή ως χώρος περιφραγμένος. Είναι ο οβορός της σλάβικης και νουβρό στα βλάχικα του Ξηρολιβάδου όπου έχει τη σημασία: «πέτρινος περίβολος για να κλείνουν τα αγελάδια», ενώ στα ιδιώματα της ορεινής Καλαμπάκας σημαίνει «αυλή».
– Λα Βιθόλου ατσhέλου μάρλι (Στο Μεγάλο Βυθό)
– Λα Γουσhάκα:
Εκεί σκοτώθηκε κάποιος τσομπάνης ονόματι Γουσιάκας.
– Λα Πουτσίκου «Στο πηγαδάκι»:
Η λέξη πουτσίκου είναι υποκοριστικός τύπος της λέξης πούτσου «πηγάδι», που ανάγεται στο λατινικό πούτεους «λάκκος». Το γνωστό στους Ξηρολιβαδιώτες πηγάδι Μπούνα προέκυψε από την περίφραση Πιγάδεα ατσεά μπούνα «το Καλό Πηγάδι».
– Λα Μπλουγκούνι
– Λα Γκόγκουλου (Στου Γκόγκου)
Τώρα φτάσαμε εκεί που αρχίσαμε (ανατολική πλευρά) και κατευθυνόμαστε στο κέντρο της λεκάνης ανηφορίζοντας προς το χωριό.
– Λα Τσάρâ ατσεά αρόsha «Στο Κοκκινόχωμα»:
Η ονομασία της τοποθεσίας είναι περιγραφική με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το κόκκινο χώμα του γύρω χώρου. Η λέξη τσάρα «χώμα» ανάγεται στο λατινικό τέρρα «γη».
– Του Μπουγάζι «Στο Μπουγάζι»:
Η λέξη Μπουγάζι κατάγεται από την τούρκικη λέξη μπογκάζ «αυχένας, λαιμός»
-Λα Κόρνίλj αλου Καραγιάνν’ « Στις Κρανιές του Καραγιάννη:
Είναι κοντά στο Μπουγάζι.
– Λα Γκόρτσου-τσhιρέσh:
Στην Αχλαδοκερασιά. Πρόκειται για συνδυασμό των δύο αυτών δέντρων. Παλιότερα από εκεί περνούσε το κεντρικό μονοπάτι για το Ξηρολίβαδο, όταν ο κόσμος ανέβαινε οικογενειακά στο χωριό με τα ζώα.
– Λα Κâνγκεάλι «Στα Καγκέλια»:
Κâνγκέλιου στα βλάχικα και καγκέλι σε ελληνικά ιδιώματα σημαίνει «ανηφορικός δρόμος με στροφές».
– Λα Αντâρίκλου: Εκεί σκοτώθηκε ο ληστής Ανταρίκος.
– Στο Καλντερίμι:
Λίγο πριν την είσοδο στο Ξηρολίβαδο ένα πολύτιμο κατασπάραγμα της Βασιλικής Οδού (εποχή του Φιλίππου) διατηρεί την μνήμη του Ξηρολιβάδου, τότε που από το οροπέδιό-του ο δρόμος οδηγούσε από την Κεντρική στη Δυτική Μακεδονία.
– Λ’Αγιου-Θανάσι ατσέλου Νίκλου «Στον Μικρό Άγιο Θανάση»:
Πρόκειται για το πέτρινο παλιό (υπάρχει και νεότερο) εικονοστάσι, στην είσοδο του χωριού.
– Λ’Αγιου-Θανάσι «Στον Άγιο Θανάση».
Πρόκειται για την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στ’ανατολικά, δίπλα από το παλιό νεκροταφείο. Να σημειωθεί ότι η εκκλησία τούτη είναι το μόνο όρθιο κτίσμα, που απόμεινε μετά την καταστροφή του Ξηρολιβάδου το 1822.
– Στου Καρακώστα
-Λα Σâρίν «Στις Αλαταριές».
Πρόκειται για πέτρες κάπως μεγάλες με σχετικά επίπεδη την επάνω μεριά, όπου οι κτηνοτρόφοι έριχναν αλάτι για τα πρόβατα, κι εκείνα-θαρρείς και το οσμίζονταν-ροβολούσαν από τις πλαγιές της Τζεάνα κου Ντόϊλι Φάτζι (Το Βουνό με τις Δυο Οξυές), πάνω από την Μπάρα. Από μακριά έμοιαζε η μαζική κίνησή-τους με κινούμενη άμμο. Και όταν έφταναν στα ριζά, στα νότια της Μπάρας, «ξεδιψούσαν» για αλάτι και μετά στο νερό της Μπάρας. Η λέξη σâρίνι-σâρίν΄ (πληθ.) ανάγεται στο λατινικό σαλίνεα και πληθ. σαλίναι «αλυκές».
– Λα Μπάρα «Στη Λίμνη»
– Λα Πάντια «Στο Τσαΐρι»
– Λα ντόϊλι Φάτζ΄ «Στις Δυο Οξυές»:
Πάνω από την Μπάρα στην πλαγιά (στο επάνω μέρος) του βουνού οι δίδυμες οξυές με τη σκιά-τους έδειχναν την ώρα της ημέρας στους Ξηρολιβαδιώτες.
– Λα Κâσιρίσhτι «Στα Τυροκομεία, Στις Κασερίες»:
Η λέξη κâσhάρι (κάσhoυ «τυρί») με την πρόσληψη του επιθήματος -ίσhτι, δηλωτικό της έννοιας «τόπος όπου υπάρχει ή γίνεται κάτι» μας έδωσε το τοπωνύμιο αυτό που βρίσκεται στο διάσελο πάνω και αριστερά, καθώς κοιτάζουμε τη Μπάρα.
– Του Μισουχόρι «Στο Μεσοχώρι». Το Μεσοχώρι ήταν παλιά ο τόπος όπου στήνονταν χοροί όλων των Ξηρολιβαδιωτών.
– Λ’ Αϊ-Λιέ «Στον Αϊ-Λιά», πάνω στο ύψωμα , όπου είναι χτισμένο το χωριό.
– Λα Ντασhταμάν΄ «Στον Ντασταμάνη».
Ετσι, έλεγαν την περιοχή με το πηγάδι του Ντασταμάνη, που η παράδοση τον θέλει τόσο ανόητο- καθότι Σελιώτης- που όταν, κοίταξε στο νερό του πηγαδιού, έπεσε μέσα για να «σώσει» αυτόν που είδε να καθρεφτίζεται στο νερό. Γιαυτό, αν κάποιος κάνει καμιά ανοησία, οι Ξηρολιβαδιώτες λένε: ‘Α, βρε Ντασhσταμάν’!! . Η θέση αυτή είναι στη σημερινή παιδική χαρά., δίπλα από το σπίτι του Γκαγκανιάρα.
– Λα Σιορ-Μανολάκ΄ «Στου Σιορ-Μανωλάκη, ελληνιστί Στου Κυρ-Μανωλάκη»:
Έκταση δασική και πεδινή προς το Κινέτου στην ιδιοκτησία του Βεροιώτη άρχοντα Σιορ-Μανωλάκη.
– Ασβεσταριά
– Λ’Αρμπινέσλου «Στου Αλβανού»
– Λα Φούρ΄ «Στους Κλέφτες»:
Η λέξη φούρου «κλέφτης» σχετίζεται με την αρχαία ελληνική φωρ-φωρός «κλέφτης». Να θυμηθούμε την έκφραση: επ’αυτοφώρω «πάνω στο κλέψιμο». Το τοπωνύμιο Λα Φουρ΄ υπονοεί το λημέρι των ληστών, τον τόπο που σύχναζαν.
– Λα Γκροάπα κου Φεάρικâ «Στο Λάκκο με τη Φτέρη»:
Η λέξη γκροάπα «λάκκος» φέρεται ως αγνώστου ετύμου/καταγωγής. Υπάρχει σε ιδιώματα της Ηπείρου ως γρόπα και στ’αλβανικά ως γκρόπε.
– Λα Γκâμπτζέουλου άλου Διμιτράκ΄«Στον Κράταιγο/Πυράκανθο του Δημητράκη»:
Η λέξη γκâμπτζέου έχει συνώνυμα σε νεοελληνικά ιδιώματα τα εξής: μουρτζιά, τρικουκιά, γκλογκιά, μαμουτζελιά.
– Λα Κινέτου «Στα Πεύκα, κυριολεκτικά Στον Πευκώνα»:
Η λέξη κινέτου ανάγεται στο λατινικό πινέτουμ «πευκώνας». Το επίθημα -έτου (κιν-έτου) αποδίδει την έννοια «τόπος με σύνολο ενός είδους δέντρων». Δυο παραδείγματα: κâστâνιέτου «καστανεώνας» και ιταλικά κορνέτο «δάσος με κρανιές».
– Λα Μάσου «Στο Γρέκι»:
Η λέξη μάσιου σημαίνει «τόπος όπου ξεκουράζονται τα ζωντανά κατά τη νύχτα, μαντρί». Η λέξη ανάγεται στο λατινικό μάσουμ «άσυλο» και «διαμονή». Στα ρουμάνικα σημαίνει «διανυχτέρευση». Το μάνσουμ είναι ουσιαστικοποιημένη μετοχή του ρήματος μάνεο «μένω». Στα ιταλικά έχουμε τους σχετικούς τύπους: μάνσο και σε ιδιώματα μάσο «αγρόκτημα με σπίτι». Στα γαλλικά η λέξη μαιζόν «σπίτι» ανάγεται στο λατινικό μάνσιο-μαμνσιόνε «διαμονή». Αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη μάσου στη Σαμαρίνα δηλώνει την έννοια «ύπνος». Το ίδιο τοπωνύμιο εξειδικεύεται άλλοτε ως Μάσουρ΄-Βâκâρετσ΄ «Αγελαδοστάσια».
– Λα Φάγκλου ατσέλ Γκρόσλου «Στη Χοντρή Οξυά»
– Λα Σhουπουτίκου ή Σhουπουτίκλου (Στη Βρυσοπούλα)
Εκεί υπάρχει κοπάνα που με λάστιχο διοχετεύει νερό στην τσιμεντένια κοπάνα προκειμένου να πίνουν τα πρόβατα του Σαρακατσάνου Κότελη.
– Πηγαδίτσα
– Λα Μπâρίτς΄ «Στις Μπαρίτσες/Λιμνούλες»:
Η θέση είναι κάτω από το τοπωνύμιο Δόξα. Στον χώρο αυτό η τοπική υγρασία ευνοεί την ανάπτυξη του ολοκίτρινου νάρκισσου.