Εγινε η παρουσίαση του συλλεκτικού Ημερολογίου 2014 (με θέμα Αρμάνο/Βλάχοι Κιρατζήδε/Αγωγιάτες) του Πολιτιστικού Ομίλου Ξηρολιβάδου στις 17-12-2013, ημέρα Τρίτη και ώρα 7μμ στη Κεντρική βιβλιοθήκη Βέροιας. Ο Πρόεδρος του ΠΟΞ κος Τσαμήτρος Απόστολος, αφού καλωσόρισε τους παρευρισκομένους, μεταξύ των οποίων ήταν ο πρόεδρος του Συλλόγου Βλάχων βέροιας κος Πίσκος Δημήτρης, η Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Κουμαριάς, ‘Δόλιανη’, κα Αγορίτσα Τζήμα και ο υποψήφιος δήμαρχος Βέροιας κος Παπαγιάννης Ιωάννης, ο Γραμματέας του Ομίλου κος Τσιαμήτρος Γιάννης πήρε τον λόγο και μίλησε για τους Κιρατζήδες του ΒερμΙου και κατόπιν ο τ. Πρόεδρος και νυν δημοτικός σύμβουλος Βέροιας) κος Τάσος Βασιάδης έκανε με επιτυχία την επίσημη παρουσίαση του Ημερολογίου με οπτικοακουστικό υλικό (διαφάνειες κλπ). Παραθέτουμε την ομιλία του Τσιαμήτρου Γιαννη:
Κιρατζήδες Βλάχοι του Βερμίου
Οι Βλάχοι του Βερμίου, όπως αναφέρουν οι γεροντότεροι, παράλληλα με την ενασχόλησή τους με τα άλλα επαγγέλματα, ασχολούνταν και με το κιρατζηλίκι. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό αποτελούσε τον αντίποδα της άλλης κύριας ασχολίας τους, της κτηνοτροφίας.
Και αυτό βέβαια δεν συνέβηκε όταν οι βλαχόφωνοι του Βερμίου ήλθαν πριν δυο αιώνες και παραπάνω σε αυτό το βουνό, μετά από τη δύσκολή τους περιπλάνηση στην Ανατολική Μακεδονία. Υπήρχαν κιρατζήδες εδώ και αιώνες ανάμεσά τους και ιδιαίτερα στην οροσειρά της Πίνδου.
Άλλωστε, ο αρχιτσέλιγκας και αρχηγός των Βλάχων Αβδελιωτών κατά την έλευσή στο Βέρμιο στις αρχές του 19ου αιώνα, Γιώργης Μπαντραλέξης, ήταν αρχικιρατζής πριν φύγει από την Αβδέλλα, είχε οργώσει την Βαλκανική, έχοντας το κιρατζιλίκι ως επάγγελμα.
Με την εμπειρία και την ικανότητά του σε αυτόν τον τομέα κατόρθωσε να οδηγήσει το καραβάνι με τα πολλά φαλκάρια- δηλαδή τσελιγκάτα-, τις οικογένειες και τα αμέτρητα κοπάδια μέσα από τα κρυφά μονοπάτια των βουνών, αλλά και να διασχίσει τους ποταμούς στον κάμπο από τα σωστά περάσματα, έτσι ώστε όλοι μαζί να φθάνουν κάθε φορά σώοι και αβλαβείς στον προορισμό τους.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Μπαντραλέξης κατάφερε και ως κιρατζής να γίνει έμπορος, να πλουτίσει και με τις άλλες ηγετικές του ικανότητες να γίνει ο επικεφαλής μεταξύ των άλλων τσελιγκάτων των μετακινηθέντων Αβδελιωτών, Σαρμανιωτών και άλλων.
Οι Βλάχοι του Βερμίου, όταν τα τσελιγκάτα ήταν ισχυρά -τέλη 19ου αιώνα-αρχές 20ου -σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, πρέπει να είχαν 5.000 περίπου ζώα (εννοούμε άλογα και μουλάρια) από τα οποία τα 4.000 τα διέθεταν για το αγώγι και αυτά όλα μαζί αποτελούσαν τα αναρίθμητα καραβάνια των χωριών.
Οι άνθρωποι, που συγκροτούσαν εκείνα τα καραβάνια, συγκαταλέγονταν σε δυο κατηγορίες: Σε εκείνους που διέθεταν δικά τους ζώα και δούλευαν για τον εαυτό τους και σε αυτούς που δούλευαν υπάλληλοι για λογαριασμό των κεχαγιάδων στα μεγάλα τσελιγκάτα. Το κάθε καραβάνι στην ιδανική του μορφή αποτελούνταν από 7 με 8 ζώα, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν μουλάρια γιατί αυτά ήταν πιο ανθεκτικά από τα άλογα.
Το κάθε κιρατζιλίκι ξεχώριζε από το οικόσημο του φαλκαριού, που το είχαν υφασμένο με διάφορα χρώματα και σχέδια επάνω στα μάλλινα υφαντά τους, όπως το χαράϊ, ο τάστρος και η καπέρδα, το μάλλινο δηλαδή υφαντό που προσαρμόζονταν στο πίσω μέρος του σαμαριού και κάλυπτε τα καπούλια του ζώου.
Βέβαια οι κιρατζήδες, ανάλογα με τον όγκο της δουλειάς και τις αποστάσεις κανόνιζαν και τον αριθμό των μουλαριών του καραβανιού. Στις μακρινές αποστάσεις ενώνονταν με άλλα καραβάνια άλλων περιοχών για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Ήταν συχνό φαινόμενο, ιδιαίτερα στον 19ο αιώνα, να βλέπει κανείς μεγάλες κοινοπραξίες καραβανιών στους δρόμους της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας κλπ.
Πριν την απευθέρωση, τα καραβάνια έκαναν αγώγια και στα Βαλκάνια, μετά όμως περιορίστηκαν στην ελληνική επικράτεια γιατί με τη δημιουργία των νέων κρατών οι διατυπώσεις για τη διέλευση των καραβανιών ήταν χρονοβόρες.
Στον ελληνικό χώρο τα μέρη, που οι κιρατζήδες του Βερμίου κινούνταν περισσότερο ήταν τα Πορόια, τα χωριά του Λαγκαδά, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, τα παλιά γνωστά μέρη του Πόρτο Λάγος, το Κίτρους, η Κοιλάδα των Τεμπών, η Κατερινόσκαλα κλπ.
Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και στα πανηγύρια των βλαχοχωριών του Βερμίου οι κιρατζήδες έκαναν διακοπή για να τακτοποιήσουν το κουμάντο για τα σπίτια, να ξεκουραστούν για λίγο και έφευγαν ξανά για τα ξένα (του ξιάνι). Έτσι το έλεγαν τότε.
Η ρουτίνα της εργασίας τους ήταν η μεταφορά ξυλείας, (γριντιές, καυσόξυλα και ξυλοκάρβουνα) από το βουνό στον κάμπο. Κατά το φθινόπωρο συνήθιζαν να μεταφέρουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα (κασέρια, βούτυρα, τυριά από τα υπαίθρια τυροκομεία- μπατζιά τα έλεγαν) στις πόλεις και αλλού όπου υπήρχε ζήτηση.
Eπίσης, δυο φορές το χρόνο, άνοιξη και φθινόπωρο, καραβάνια των τριών μουλαριών μετέφεραν, πηγαινοέρχοντας- από τα χειμαδιά στο βουνό και αντίστροφα, τις κτηνοτροφικές οικογένειες και τους τότε παραθεριστές και περιηγητές.
Aπό το 1918 μέχρι το 1926, που κατασκευάζονταν η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης- Αθηνών τα βλάχικα καραβάνια του Σελίου με επικεφαλής τον αρχικιρατζή Γούλα Κίρτσιο κουβαλούσαν συνεχώς μπάλαστρο (χοντρό χαλίκι) από τα παραθαλάσσια υψίπεδα της Μεθώνης, του Μακρύγιαλου, του Κορινού, της Κατερίνης, του Λιτόχωρου, της Λεπτοκαρυάς, του Αλμυρού Βόλου και των Καμένων Βούρλων.
Εκείνη την εποχή (μεσοπόλεμος) τα άλογα και τα μουλάρια είχαν αξία. Το κιρατζιλίκι των 6-7 μουλαριών έφερνε μεγαλύτερο ετήσιο εισόδημα απ’ότι έφερνε ένα τσελιγκάτο με 700 πρόβατα. Να φανταστεί κανείς τι γίνονταν στους προηγούμενους αιώνες.
Τα ζώα ήταν περιζήτητα στις εμποροπανηγύρεις του Αιγινίου, του Γιδά, των Γιαννιτσών και της Βέροιας. Ήταν κάτι το αντίστοιχο που έχουμε σήμερα με τις εκθέσεις αυτοκινήτων, όπου οι αντιπροσωπείες διακινούν καινούργια και παλιά αυτοκίνητα.
Αλλά και στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στο αλβανικό έπος οι κιρατζήδες με τα μουλάρια τους προσέφεραν πολύτιμη βοήθεια. Ταυτόχρονα, όμως υπέστησαν ζημιές, χάνοντας τα περισσότερα ζώα χωρίς να πάρουν καμιά αποζημίωση.
Μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο το κιρατζιλίκι ατόνησε λόγω της δημιουργίας των αμαξωτών δρόμων, οι άνθρωποι πούλησαν τα ζώα και άλλαξαν επάγγελμα. Τα καμιόνια, τα φορτηγά και οι μεγάλες νταλίκες έφαγαν το ψωμί των κιρατζήδων.
Θα αναφέρω ενδεικτικά κάποια ονόματα κιρατζήδων των τελευταίων δεκαετιών και θα ζητήσω συγνώμη για όσους παρέλειψα:
Από το Σέλι : Γκαλαϊτσης Γιάννης, Παζάρας Γιάννης, Γκόγκας Νίκος, Νιώπας Στέργιος, Μπακόλας Αργύρης, Τσιούλας Στέργιος, Τζιμαντάκος Αθανάσιος, Γκασνάκης Γιώργος, Λιούλιας Γιώργος, Καπάρας Ιωάννης Χασιούρας Νίκος Χασιούρας Γιώργος, οικογένεια Ζιαμπούλη, οικογένεια Κουτσιόφτη και άλλοι πολλοί.
Από το Ξηρολίβαδο: Γουτιάκας Θανάσης και Νίκος, Γκάλαβος Δημήτριος και Αθανάσιος, Κουτόβας Γιώργος και Δημοσθένης, Μπαλαμπούτης Νικόλαος, Πάπαρης Μιλτιάδης και Μιχάλης, Φουρκιώτης Στέργιος και Χρήστος, Τζιατζιάς Δημήτρης, Βουρδούνης Γιώργος, Ζιάκας Γιώργος, Φάντας Ηλίας, Αράβας Κώστας και Τάκος, Ντέλλας Δημήτρης, Μιχάλης και Αποστόλης, Τσιαμήτρος Δημήτρης-Γεωργούλας, Πολιτίκος Αποστόλης και Στέργιος, Κόγιας Αντώνης και Στέργιος, Δημούλας Περικλής, Γκιουλέκας Δημητράκης, Χοντραντώνης Κώστας, Γάκης Γούλας και Μήτρης και άλλοι.
Από τη Ντόλιανη (Κουμαριά): Μανακούλης Δήμος, Γιάννης και Χρήστος, Αναστασίου Τραγιάννης, Φύκατας Στέργιος, Μπέλλας Νάκος Βουρδούνης Στέργιος και άλλοι πολλοί
Οι κιρατζήδες είναι ένας κόσμος που χάθηκε, όπως πολλά πράγματα από το παρελθόν. Χάθηκε και ο κιρατζής- τραγουδιστής, που καθισμένος μονόπατα στα σαμάρι του τραγουδούσε με τις ώρες τις χαρές, τις λύπες και τα κοινωνικά γεγονότα της χρονιάς, δημιουργώντας αισθησιακό αντίλαλο στις βουνοπλαγιές.
O σελιώτης συγγραφέας, ζωγράφος, και λαογράφος Αστέριος Τζίμας σε ένα από τα βιβλία του, από τα οποία άντλησα πληροφορίες, γράφει το παρακάτω ποίημα, όπου εκφράζει την εμπειρία του, όταν όντας μικρό παιδί, μισοκοιμισμένο και στριμωγμένο στα στρώματα του σαμαριού άκουγε το τραγούδι του κιρατζή:
Με τη πατημασιά, το τρόχαλο ξεκόλλησε
απ’της οπλής του μουλαριού,
άστραψε από το μέταλλο και πήρε την κατηφόρα,
καγκελίζοντας το μονοπάτι.
Στον ίδιο τορό τώρα,
δρόμος φαρδύς ανοίχτηκε,
και ανηφορίζοντας,
μήτε στρογγυλόπετρες κατρακυλούν,
μήτε μουλάρια ανεβαίνουν….
Δέν θα ακούς πια το τραγούδι
του κατσαρομάλλη κιρατζή,
που έμπαζε την ηχώ στις χούνες των βουνών,
σπάζοντας την αντιλαλιά, με τη λαλιά του !