(Ομιλία του Τσιαμήτρου Γιάννη στο Ξηρολίβαδο στις 18 Αυγούστου 2011 μέσα στο πλαίσιο των «γιορτών Βερμίου»(στοιχεία για τον Τρανό Χορό πάρθηκαν από ομιλία του Κωνσταντίνου Αδάμ Καθηγητή Φ.Α – πρώην Προέδρου της Π.Ο.Π.Σ. Βλάχων.(εισήγηση για το 3ο Συμπόσιο για τον Ελληνικό Χορό)
Α. Εισαγωγή
Το θέμα είναι τεράστιο και μέσα σε λίγες γραμμές είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να εξαντληθεί. Απλά, από την εμπειρία μας ,αλλά και από την άντληση τεκμηριωμένων στοιχείων από σπουδαίους επιστήμονες και ερευνητές θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε το θέμα, με έναν κατανοητό τρόπο και λόγο για τον απλό ακροατή.
Καταρχάς πρέπει να τονιστεί ότι ο παραδοσιακός χορός σήμερα μέσα στο αστικό περιβάλλον που ζούμε, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει αλλάξει, γιατί ακριβώς δεν ζούμε σε παραδοσιακή κοινωνία. Σήμερα ο χορός αυτός έχει περισσότερο ψυχαγωγικό και όχι εθιμικό και κοινωνικό χαρακτήρα ,έχει ομογενοποιηθεί, έχουν δημιουργηθεί σύλλογοι και γενικά υπάρχει μια διαφορετική εξέλιξη.
Παρόλα αυτά ,η χορευτική πρακτική στην κοινωνία που ζούμε περιέχει στοιχεία και των δύο κόσμων (παραδοσιακού-αστικού), πράγμα που συμβαίνει και μάλιστα περισσότερο στους βλαχόφωνους Έλληνες. Τα ιδιαίτερα γλωσσικά ιδιώματα, δηλαδή τα βλάχικα και ο αρνητικά φορτισμένος όρος «Βλάχος», σε συνάρτηση με τις επιδράσεις της ρουμάνικης προπαγάνδας σήμερα δεν αποτρέπει τους βλαχόφωνους Έλληνες να εκδηλώνουν τη μουσικοχορευτική τους ταυτότητα και δεν υπάρχει πλέον λόγος για μεμψιμοιρία και αίσθηση απομόνωσης.
Τέλος ,πρέπει να επισημανθεί ότι στο παρελθόν ο χορός ξεκίνησε σαν ενιαία έκφραση μαζί το τραγούδι, παραχώρησε αργότερα μια θέση και στα όργανα, και όλα μαζί τελικά απετέλεσαν τη σημερινή τέλεια σύνθεση που είναι : χορός- τραγούδι – μουσικά όργανα Ωστόσο, η πρωταρχική μορφή χορός- τραγούδι χωρίς την ύπαρξη οργάνων διατηρείται ζωντανά και όχι με αναβίωση ακόμα και σήμερα στους βλαχόφωνους Έλληνες ,πράγμα που αποδεικνύει, έτσι απλά, ότι αυτοί έχουν διατηρήσει αρχέγονες παραδόσεις αιώνων. Δεν έχει κανείς παρά να ανηφορίσει τα καλοκαίρια στα Βλαχοχώρια της Πίνδου στους τρανούς χορούς για να το διαπιστώσει.
Β. Χαρακτηριστικά – Χοροί- Τραγούδια- Μουσική – Όργανα
Πρώτα από όλα, πρέπει να αναφερθεί ότι το μουσικοχορευτικό ύφος των βλαχοφώνων έχει την αφετηρία του στην οροσειρά της Πίνδου και αποτελεί μέρος του αντίστοιχου ύφους της Ηπείρου και μάλιστα την καρδιά του.
Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες έχουν πρώτον ιδιαίτερα κοινά χαρακτηριστικά στο μουσικοχορευτικό τους ύφος ως κλειστή πληθυσμιακή ομάδα και δεύτερον υπάρχει μια διαφοροποίηση από τόπο σε τόπο λόγω της διασποράς τους και των αναπόφευκτων επιρροών ,πράγμα που είναι φυσιολογικό.
Για την πρώτη περίπτωση αναφέρουμε το βαρύ, αδρό ,μεγαλοπρεπές ,αρχέγονο και δωρικό χαρακτηριστικό ,όσον αφορά στον χορό, στον ρυθμό και στην μελωδία. Πιο συγκεκριμένα ,τα Μπεράτια και τα Συγκαθιστά των Βλαχοφώνων σε 7 χρόνους με γυρίσματα σε 2 χρόνους είναι πιο αργά από αυτά της Θεσσαλίας. Το ίδιο συμβαίνει και στα βαριά τσάμικα όπως τα λένε οι παλιοί, δηλαδή τα Ζαγορίσια των 5 χρόνων όπως είναι ο Λεωνίδας και το Καραπατάκι.
Στην δεύτερη περίπτωση και ιδιαίτερα στον χορό, αναφέρουμε τον χορό Ζαχαρούλα του Βερμίου, ο οποίος έχει σαφή επιρροή στην κίνηση από Μακεδονικούς χορούς όπως ο Νιζάμικος και το Παιτούσκινο αλλά και οι χοροί Χατζηστέργιος και Βλαχούλα των Βλαχοφώνων της Ανατολικής Μακεδονίας που μοιάζουν με τους χορούς των Ντοπίων των Σερρών.
Οι χοροί των Βλαχοφώνων είναι οι χοροί στα δύο και στα τρία, τα τσάμικα όπου διαπιστώνεται ξεκάθαρα η ελληνικότητά τους και το αδιαίρετο του πολιτισμού της στεργιανής Ελλάδας και ακολουθούν οι κύριοι χοροί τους ,που είναι τα Συγκαθιστά με τα γυρίσματά τους. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στους χορούς από το Συράκο Γιάννη Κώστα και Μπαλατσό, το Βωβουσιώτικο από την Βωβούσα ,στον Μετσοβίτικο ή Κεφάλι από το Μέτσοβο και την Κουτσούφλιανη Τρικάλων, στην Φραγκίτσα των Βλάχων από τα μεγάλα Λιβάδια Πάϊκου ,στο Μπαϊράτσε από την Βλαχοκλεισούρα που έχει τον ρυθμό του Πουστσιένο της Φλώρινας, το Βαρύ Μπεράτι από το Κεφαλόβρυσο και βέβαια στην Ζαχαρούλα και στον Χατζηστέργιο που ήδη αναφέραμε. Οι ρυθμοί είναι ίδιοι με τους ελληνικούς: 2/4, 4/4, 3/4, 5/4, 7/4, 8/4 και τους συναντάμε από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σπουδαίοι μουσικολόγοι όπως ο Ελβετός Samuel Baud Bovy και o Brailoiu μας αποδεικνύουν πως η αρχαία μετρική με τους πυρρίχιους, ίαμβους, τροχαίους, σπονδείους, ανάπαιστους, δάκτυλους κλπ, ρυθμούς ,που συναντιούνται και στην μουσική των βλαχοφώνων ,πέρασε ομαλά στην στιχουργία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού και κατ’επέκταση και στην μουσική του. Δεν έχουμε τον χρόνο να κάνουμε μεγαλύτερη ανάλυση.
Τα τραγούδια τους είναι και στα βλάχικα ιδιώματα και στα ελληνικά και συναντάμε Πολυφωνικό (βλάχικο) τραγούδι στους Αρβανιτόβλαχους, όπως ακριβώς συμβαίνει στους συνέλληνες της περιοχής Πωγωνίου.
Μετά τον χορό και τα τραγούδια θα αναφερθούμε και την μουσική των βλαχοφώνων καταθέτοντας εν συντομία την άποψη της διδάκτορος εθνομουσικολόγου Αθηνάς Κατσανεβάκη η οποία κατέληξε στο εξής: Μετά από έρευνα δέκα χρόνων στην φωνητική μουσική των βλαχοφώνων στα Δυτικά Βαλκάνια και περισσότερο στην Πίνδο, η καθηγήτρια επιβεβαιώνει ένα ισχυρό δεσμό και μια παλιά ρίζα της περιοχής για το συντριπτικό ποσοστό των Βλαχόφωνων και Σλαβόφωνων της περιοχής μαζί με τούς Ελληνόφωνους Ηπειρώτες και Μακεδόνες στην Δυτική Ελλάδα, καθώς και με τους Αλβανόφωνους της ευρύτερης περιοχής της Βορείου Ηπείρου στη νότια σημερινή Αλβανία.
Επίσης ο μουσικολόγος Παντελής Καβακόπουλος σε Ανακοίνωσή του το 1979 στο 4ο Συμπόσιο Λαογραφίας του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου μας επισημαίνει την αρχαϊκότατα του Συγκαθιστού των βλαχοφώνων ,όπου τον αναλύει .Εμείς για τον απλό ακροατή απλά θα αναφέρουμε το κυρίως θέμα του χορού, η κύρια δηλαδή μελωδία, που είναι σε 8 χρόνους, και κατόπιν τα γυρίσματα του που είναι σε 7 χρόνους και 2 χρόνους. Με άλλα λόγια έτσι να το πούμε απλά, η χορευτική και μουσική διαδικασία δεν αποτελείται από έναν μόνο χορό και μια μόνο μελωδία αλλά από σύνθεση, πολλών χορών ,μελωδιών και ρυθμών μαζί (το ένα πίσω από τον άλλο χωρίς σταματημό).
Τέλος όσον αφορά στα μουσικά όργανα αυτά στην αρχή ήταν πενιχρά γιατί το τραγούδι. είχε τον πρώτο λόγο. Αυτά ήταν η γκάιντα, η φλογέρα και ο ταμπουράς. Αργότερα και στα τέλη του 19ου αιώνα με αρχές 20ου έχουμε βαθμιαία την είσοδο ορχήστρας η οποία αποτελείται από κλαρίνο βιολί- λαούτο και ντέφι. Στις περιοχές δε της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας με πρώτη την Σαμαρίνα επικρατούν οι ορχήστρες χάλκινων πνευστών των οικείων περιοχών.
Γ. Ο Τρανός Χορός
Ο Τρανός Χορός είναι χορός τελετουργικός , αργός, απλός αλλά συνάμα μεγαλοπρεπής και περήφανος, αρχέγονα Ελληνικός, κρατά άσβεστη στο χρόνο τη μνήμη, μεταφέροντας από γενιά σε γενιά, τις μνήμες της κοινότητας, τους θρύλους και τις δοξασίες, τα ήθη και τα έθιμα των Βλάχων. Γίνεται στο « μεσοχώρι», στις αυλές των εκκλησιών, η σε άλλες επιλεγμένες τοποθεσίες . Σε αυτόν τον χώρο οι άγραφοι κανόνες καθορίζουν τα θέματα και τις διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες τα άτομα εντάσσονται στο ενιαίο χορευτικό σύνολο. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι άγραφοι αυτοί κανόνες τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια. απ΄όλους.
Στις πολλές περιοδείες που έχω κάνει τα τελευταία 30 χρόνια στα βλαχοχώρια της Πίνδου στην συνεχώς ίδια ερώτηση μου, γιατί στους τρανούς χορούς έξω από την εκκλησία στην γιορτή του Αγίου του χωριού όλα τα πλείστα των τραγουδιών είναι στην ελληνική γλώσσα, η απάντηση ήταν η ίδια : Έτσι τα βρήκαμε, έτσι τραγουδάμε και τραγουδούσανε οι πρόγονοί μας!!
Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι οτιδήποτε τελετουργικό (τρανός χορός έξω από την εκκλησία, χοροί και έθιμα στην τελετουργία του γάμου, κλπ) αντέχει στο χρόνο και δύσκολα αλλάζει σε σύγκριση με τους χορούς και τα τραγούδια του γλεντιού και του πανηγυριού (κοσμικό μέρος).
Ενθυμούμαι ένα περιστατικό στην 10ετία του ‘80 όπου είχαμε χορέψει, ως Λαογραφικός Σύλλογος Βλάχων Βέροιας, στην Σαμαρίνα τον 15Αύγουστο μετά από πρόσκληση .Καθώς δίναμε την παράστασή μας στην αυλή της εκκλησίας, χορεύοντας στο κέντρο της αυλής, μας πλησιάζει μια γερόντισσα οργισμένη με ένα μπαστούνι και μας λέει επιτακτικά να χορέψουμε γύρω- γύρω στην αυλή και όχι στο κέντρο. Εμείς συνεχίσαμε να χορεύουμε ,γιατί δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε τη ροή του προγράμματός μας. Δεν μπορούσαμε τότε να καταλάβουμε τη μεγάλη σημασία που είχε για τη γυναίκα αυτή να χορέψουμε γύρω- γύρω και ανοιχτά. Είχαμε προσβάλει τον ιερό τόπο και την λειτουργικότητά του εκείνη τη στιγμή ,χωρίς να το ξέρουμε, γιατί δεν το είχαμε ζήσει στα δικά μας βλαχοχώρια . Προσωπικά ζητώ, εκ των υστέρων, συγνώμη από την συμπαθέστατη εκείνη κυρία.
Στον Τρανό μπροστά μπαίνει πάντα η ομάδα των ηλικιωμένων με κορυφαίο το γηραιότερο. Ακολουθούν οι μεσήλικες και κατόπιν οι νεότεροι και τα παλικάρια Ακολουθούν οι γυναίκες με την ίδια αυστηρή σειρά. Έτσι σχηματίζεται ένας τεράστιος κύκλος «με μία κεφαλή» Στο μέσον του κύκλου εποπτεύει ο τελετάρχης, πρόσωπο σεβαστό και ως εκ τούτου αποδεκτό από όλη την κοινωνική ομάδα, ο οποίος συντονίζει τον χορό , δίνει τον τόνο, και ρυθμίζει κάθε λεπτομέρεια του.
Το τραγούδι αρχίζει από τον κορυφαίο και επαναλαμβάνεται ρυθμικά από τις υπόλοιπες ομάδες. Τα τραγούδια ποικίλουν κατά περιοχή, μπορούν να καταταγούν σε λυρικά, ερωτικά, ιστορικά, ηρωικά και κλέφτικα .
Παλιότερα η σειρά του Τρανού Χορού καθορίζονταν από την κοινωνική σύνθεση του χωριού. Μπροστά χόρευε η εύπορη τάξη των εμπόρων, ακολουθούσαν οι βιοτέχνες και μετά οι κτηνοτρόφοι με τις άσπρες φουστανέλες τους, και τέλος έκλειναν τον κύκλο οι αγωγιάτες με τις μαύρες τους φουστανέλες.
Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Τρανός Χορός δεν μπορεί να προσεγγισθεί σαν βήματα, απλά τα βήματα ακολουθούν τον χορό .Εκείνο που μετράει είναι το συγκεκριμένο γεγονός που καθορίζει την ιστορική και πολιτισμική ταυτότητα ,ενότητα, αλληλεγγύη , συνέχεια ανά τους αιώνες και δήλωση παρουσίας της κοινωνικής ομάδας Γιατί εδώ δεν υπάρχει το ατομικό εγώ, αλλά το συλλογικό εμείς, δεν χορεύει το άτομο, αλλά ταυτίζεται χορεύοντας, ή μη ,με το κυρίαρχο στοιχείο του συλλογικού εμείς της κοινότητας του. Σπουδαίοι Τρανοί χοροί που γίνονται ακόμα και σήμερα είναι το ‘Κίνικ΄ στο Περιβόλι και ο ‘Τσιάτσος στην Σαμαρίνα.
Δ . Απόψεις επιφανών επιστημόνων
Παρακάτω παραθέτουμε απόψεις επιφανών ερευνητών, επιστημόνων και μουσικολόγων οι οποίοι μας δίνουν στοιχεία περί της ελληνικότητας χορών και τραγουδιών των βλαχοφώνων και της μεγάλης διαφοράς με τα αντίστοιχα των Ρουμάνων:
Σε ερώτηση του δημοσιογράφου τότε Γ. Έξαρχου στο Γ’ πρόγραμμα ραδιοφωνίας της ΕΡΤ το 1987 προς τον μουσικολόγο Γιώργο Παπαδάκη, όσον αφορά στη μουσική και τα τραγούδια των βλαχοφώνων, ο κ. Παπαδάκης απάντησε ότι «από την άποψη των κλιμάκων, των τρόπων, των διαστημάτων, των μουσικών οργάνων, αλλά και των ρυθμών πρόκειται ,όχι απλώς παρεμφερή με τα ελληνικά, αλλά για τα ίδια τραγούδια (με τα ελληνικά). Η μόνη διαφορά είναι στη γλώσσα και φυσικά στον τρόπο προσαρμογής των συλλαβών στους ρυθμούς και τις μελωδίες.
Ο Tache Papahagi (γλωσσολόγος, εθνολόγος λαογράφος) στην πορεία της έρευνάς του στο βιβλίο «Poezia Lirica populara» (λυρική λαϊκή ποίηση), Βουκουρέστι 1967, παραδέχεται μεταξύ άλλων ότι «όταν ακούσει κανείς τις μελωδίες των αρμάνικων -βλάχικων τραγουδιών θα οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι η αρμάνικη δημώδης ποίηση έχει προέλευση και καταγωγή ελληνική». Επίσης, το 1923 ο ίδιος συγγραφέας στο έργο του «Ο Problema De Romanitate Sud-Ilirica (ένα πρόβλημα νοτιο-Ιλλυρικού εκρωμαϊσμού) γράφει: Είναι γνωστός ο χορός του Ρουμάνου χωρικού, ένας και απαράλλαχτος σε όλη τη Δακορουμανία: μια ομάδα προσώπων, που πιάνονται από το χέρι, σχηματίζει ένα κύκλο κλειστό και χορεύει στο ρυθμό ενός μέτρου 2/4.
Ο εθνομουσικολόγος G. Markou στο έργο του Folclor Muzical Aroman (Αρμάνικη μουσική λαογραφία), Βουκουρέστι 1977, μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι οι Αρμάνοι- Βλάχοι χορεύουν σε ρυθμούς η ονομασία των οποίων έχει ελληνική προέλευση (συρτός, συγκαστός, καραπατάκης, τσιάμικος).
Ο Eλβετός διάσημος εθνομουσικολόγος Samuel Baud-Bovy στο «Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι»,Αθήνα 1984, και στα «Κουτσοβλάχικα τραγούδια της Θεσσαλίας»,Θεσ/νίκη 1990,συμπεραίνει ότι υπάρχει πολυφωνία στα τραγούδια των Βλάχων και ότι μουσικολογικά οι Σλαβόφωνοι και οι Ρωμανόφωνοι της Ελλάδας στην απόλυτή τους πλειονότητα είναι απόγονοι αυτόχθονου πληθυσμού(όπως και τα συμπεράσματα των ανθρωπολόγων).
Ο Αχιλλέας Λαζάρου στη μελέτη του «Ο Χορός των βλαχοφώνων»,Θεσνίκη 1979, βγάζει τα εξής συμπεράσματα: Ο Βλάχικος χορός έχει απαλές και αργές κινήσεις ενώ ο Ρουμάνικος είναι γρήγορος, ορμητικός και απότομος. Ο Αρμάνικος χορός εκτελείται με τραγούδι των χορευτών ενώ ο Ρουμάνικος με ενόργανη μουσική. Το γεγονός ,επίσης, ότι η λέξη κόρου= χορός των Αρμάνων –Βλάχων είναι πιο αρχαϊκή από την λέξη hora = χορός Ρουμάνων, που είναι καθαρά νεοελληνικό δάνειο, πιστοποιεί απερίφραστα ότι προηγήθηκε ο εκλατινισμός των Ελλήνων (μετέπειτα Αρμάνοι-βλάχοι) έναντι των Δάκων (μετέπειτα Ρουμάνοι).
Η Αθηνά Κατσανεβάκη στην διδακτορική της διατριβή με τίτλο «βλαχόφωνα και ελληνόφωνα τραγούδια της περιοχής Βορείου Πίνδου-Ιστορική-εθνομουσικολογική προσέγγιση: ο αρχαϊσμός τους και η σχέση τους με το ιστορικό υπόβαθρο(Θεσ/νίκη 1998) αποδεικνύει ότι οι Αρμάνοι –Βλάχοι είναι γηγενής αρχαιότατος ελληνικός πληθυσμός.
Οι απόψεις του Πισοδερίτη ,πολυγραφότατου Σωκράτη Λιάκου σύμφωνα με τους σύγχρονους ερευνητές είναι σεβαστές και παρουσιάζουν τεκμηριωμένα στοιχεία. Ο συγγραφέας μας παραθέτει τους παρακάτω επτά χορούς στο βιβλίο του «Μακεδονο-Αρμάνικα», Θεσ /νίκη 1976.:1. Αρματωλικός.), 2. Μπάσα (Μπάλος), 3. Κλέφτικος, 4. Σουρουβάρικος ή Ρογκατσιάρικος και Ισκινάρικος,(διονυσιακοί χοροί) 5. Συρτός (αρχαίος Γέρανος) 6. Τζιάτζιος (τρανός χορός)και 7. Χασάπικος(επηρεασμός από θρακιώτικους χορούς), όπου μας τονίζει χαρακτηριστικά ότι όλοι οι χοροί των Αρμάνων είναι αρχαιολοελληνικοί.
Έτσι από την έρευνα μας και τα στοιχεία ,που αναφέρθηκαν παραπάνω, οδηγούμαστε αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το μουσικοχορευτικό ύφος το βλαχοφώνων Ελλήνων δεν είναι τίποτε άλλο από το ύφος γηγενών και αρχέγονων πληθυσμών του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Έτσι, και από τον πολιτισμό για μια ακόμα φορά διαπιστώνουμε την ελληνικότητα του πληθυσμού αυτού, γεγονός που πάντοτε είμαστε υποχρεωμένοι να το διαλαλούμε γιατί, τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε εκ νέου αντιμέτωποι σε προσπάθειες δημιουργίας μειονοτήτων και περιφερειακού έθνους Βλάχων στην Βαλκανική. Αυτά δεν είναι φοβίες και αναμόχλευση του παρελθόντος. Είναι γεγονότα. Άλλωστε, η γνώση του παρελθόντος, ιστορικού ή πολιτισμικού, είναι απαραίτητη προϋπόθεση σε ένα λαό να αποκτήσει εθνική αυτογνωσία. Αντλώντας διδάγματα από τα περασμένα, είμαστε σε θέση να αποφύγουμε τα προηγούμενα λάθη και να πορευθούμε με ασφάλεια στο μέλλον.